- Μιλησίας
- Μῑλησίᾱς , Μιλήσιοςthe Milesiansfem acc plΜῑλησίᾱς , Μιλήσιοςthe Milesiansfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χαλκιδεύς — Σπαρτιάτης ναύαρχος, μαζί με τον οποίο ο Αλκιβιάδης, μετά την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία (412 π.Χ.), ξεσήκωσε τους Ίωνες συμμάχους των Αθηναίων, να επαναστατήσουν. Αρχικά κατόρθωσε να ξεσηκώσει τη Χίο, τις Ερυθρές και τις Κλαζομενές, έπειτα δε … Dictionary of Greek
Ασπασία — I (5ος αι. π.Χ.).Μιλήσια εταίρα, κόρη του Αξίοχου. Το 455 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου άσκησε επίδραση στην πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική κίνηση της πόλης, χάρη στην ευφυΐα και τη μόρφωσή της, και δέχτηκε τους μεγαλύτερους επαίνους … Dictionary of Greek